- ένοπλος
- -η, -ο (AM ἔνοπλος, -ον) [όπλον]αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένοςνεοελλ.1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη»)2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» — το σύνολο τών στρατιωτικών και ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων τού κράτουςαρχ.(κυρ. για τον Δούρειο Ίππο) αυτός που έχει μέσα του ένοπλους άνδρες («βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνοπλον», Ευρ.).επίρρ...ενόπλωςμε τα όπλα.
Dictionary of Greek. 2013.